- μαγάδιδος
- μάγαδιςmagadisfem gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
μάγαδις — μάγαδις, μαγάδιδος, ἡ (Α) 1. έγχορδο μουσικό όργανο, πιθ. λυδικής προελεύσεως, κατ άλλους θρακικής, με τριγωνικό σχήμα, που έμοιαζε με την άρπα, είχε είκοσι χορδές χορδισμένες ανά ζεύγη κατά όγδοες, πράγμα που επέτρεπε τη συνήχηση τής ογδόης 2.… … Dictionary of Greek
μαγαδίζω — (Α) [μάγαδις] 1. παίζω το μουσικό όργανο μάγαδις 2. παίζω, συνοδεύω κάποιον, συμψάλλω στον διαπασών τόνο, επειδή οι χορδές τής μαγάδιδος ήταν χορδισμένες μεταξύ τους κατά οκτώ τόνους ή κατά μία οκτάβα («μαγαδίζειν ἐν τῇ διαπασῶν συμφωνίᾳ»,… … Dictionary of Greek